‘Η προστασία της δημόσιας ασφάλειας κ της υγείας πρέπει να διασφαλίζονται πάντα’ ειπε ο Νορντιο , τονίζοντας εκ νέου -ξανά και ξανά- πως ‘η απεργία πεινάς δε μπορεί να είναι μέσο εκβιασμού’

Εαν λοιπόν η κατάσταση του Αλφρεντο -παρά τη δήλωση που έχει υπογράψει- επιδεινωθεί σε σημείο τέτοιο ώστε να κριθεί απολύτως απαραίτητη η μεταφορά του σε κανονικό νοσοκομείο (καθώς ακόμη βρίσκεται σε ‘συνθήκες κράτησης’ κ δε μπορούν να ‘ρισκάρουν’ τη μεταφορά του), θα ενεργοποιηθεί αυτεπάγγελτα η διαδικασία της ‘υποχρεωτικής υγειονομικής θεραπείας’ (TSO)

Εν ολίγοις, όταν φτάσει να πεθαίνει από λεπτό σε λεπτό, οι καραμπινιέροι θα ανοίξουν το δρόμο ώστε να φτάσουν ανεμπόδιστοι στο νοσοκομείο San Paolo, όπου οι ιατροί ‘θα λάβουν εντολή να τον επαναφέρουν με κάθε τρόπο’…

Το καθήκον του κράτους ‘να προστατεύει τη ζωή του κρατούμενου, ακόμη και παρά τη θέληση του’ θα υπερισχύσει της έγγραφης βούλησης και ρητής εντολής που έδωσε ο Cospito ως προς την καταφυγή σε αναγκαστική σίτιση.

Προφανέστατα, κάτι τέτοιο είναι παράνομο και καταχρηστικό, κι αποτελεί Βασανιστήριο κι απόλυτη παραβίαση των δικαιωμάτων του όποιου κρατουμένου -ποινικού ή πολίτικου-, όμως είναι κάτι που έχει εφαρμοστεί ξανά.

Η Ιταλία αυτή τη στιγμή φλέγεται, και κάποιοι κάνουν λόγο για επαναφορά των ‘Μολυβένιων Ετών’, καθώς παρατηρείται μια αναζωπύρωση κι αναβίωση ενός κινήματος που πίστευαν πως έχει ξεθωριάσει. Κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ των τελών της δεκαετίας του ’60 και των αρχών του ’80, η Ιταλία βίωνε ένα μπαράζ από βομβιστικές επιθέσεις και απαγωγές πολίτικων κι επιχειρηματιών. Αναμένοντας λοιπόν ακόμα μεγαλύτερη κλιμάκωση της έντασης με βάση τις εξελίξεις, οι αστυνομικές δυνάμεις στην Ιταλία έχουν τεθεί σε άμεση επιφυλακή, κι ο υπουργός εξωτερικόν έδωσε εντολή να αυξηθούν τα μέτρα ασφάλειας στις διπλωματικές αποστολές ανά τον κόσμο.

Ο Αλφρεντο έχει χάσει πάνω από 45 κιλά, δε λαμβάνει συμπληρώματα διατροφής, είναι μόνιμα σε αναπηρικό καροτσάκι, παρουσιάζει πλέον απώλεια μνήμης, και έχει υποστεί μόνιμη βλάβη ζωτικών οργάνων.

Τα παιχνίδια που παίζονται αυτή τη στιγμή στο πολίτικο σκηνικό είναι λίγο- πολύ αναμενόμενα. Η φασιστω Μελονι έχει ήδη κάνει σαφή τη θέση της και τονίζει πως αυτή η ‘πρόκληση’ δεν αφορά μονάχα την κυβέρνηση, αλλά το κράτος (ie ‘εθνική ασφάλεια’), εργαλειοποιώντας την υπόθεση, και με την απολυτή στήριξη key- στελεχών του μεταφασιστικού κόμματος της, ‘Αδέλφια της Ιταλίας’. Παρατηρείται δε ακραία πόλωση, ακόμα και εντός της βουλής, όπου κατηγορήθηκαν (κλασσικά)- μέσω του αντιπρόεδρου εθνικής ασφάλειας Ντοντζελι- τα κεντροαριστερά/αριστερά κόμματα που στηρίζουν το αίτημα του Cospito ως νόμιμο, ότι υποθάλπουν τη βια και στηρίζουν την τρομοκρατία.

Ο Αλφρεντο δε ζητά άπλα την ανάκληση της -απολύτως παράνομης- ποινής του στο 41 bis, αλλά την Κατάργηση αυτού του απάνθρωπου καθεστώτος.

Γενικότερα, γνωρίζουμε όλοι εκ προοιμίου, πως η φυλακή ήταν πάντοτε ένας θεσμούς που -επί της ουσίας- παρήγαγε το έγκλημά καταπιέζοντας το, και συνεχίζει μέχρι σήμερα να στοιχειώνει την Ουσία του πολιτισμοί μας.

Όντας μια ετεροτοπία ‘Εκτός’ της κοινωνίας, συνήθως δεν απασχολεί τους ευυπόληπτους πολίτες. Κανείς δεν σκέφτεται τη φυλακή ως μια κοινωνική χωματερή όπου καταλήγει κανείς όταν δεν έχει θέση στο ‘σύστημα’, ειδικά όταν ο εγκλεισμός είναι πολίτικος, αφορά τις θέσεις κι αξίες του ατόμου, και πλέον, λειτουργεί εκδικητικά και παραδειγματικά. Η επίγνωση της εγγενούς παραμόρφωσης και της τιμωρητικής φύσης του σωφρονιστικού συστήματος είναι κεντρικής σημασίας για τον σύγχρονο αναρχισμό.

Επί του προκείμενου, εάν κι εφόσον το υποκείμενο που ορίζεται ως ‘εγκληματίας’ από τους κανόνες δικαίου είναι ένα πολίτικο υποκείμενο, η ‘παράνομη συμπεριφορά’ του σίγουρα δεν στερείται συνείδησης ή βούλησης. Σε ποιους κανόνες όμως πάνω γίνονται τα ‘εγκλήματα’, ποια είναι η φύση τους; Και γιατί εκδηλώνεται συστηματικά μια τεράστια δυσαναλογία μεταξύ των ενεργειών που τελούνται και του νομικοί χαρακτηρισμοί που τους αποδίδεται;

Ο Αλφρεντο τιμωρήθηκε με 20ετη φυλάκιση για μια πράξη που δεν έθετε σε κίνδυνο ανθρωπινή ζωή, και επιχειρεί να επιδείξει το τερατούργημα του 41 bis μεσώ του σώματος του. Η λιμοκτονία του βασανίζει τις θεσμικές μορφές που έχουμε προσδώσει στους εαυτούς μας ως κοινωνία, καθώς και το ‘πεφωτισμένο’ ποινικό δίκαιο.

‘Μα πυροβόλησε τον άλλο στα γόνατα!’

Εδώ λοιπόν θα πρέπει να διευκρινιστεί στα Εντός του καθένα, αρχικά το ΠΟΙΟΣ ήταν αυτός ‘ο άλλος’, καθώς και ότι ο Αλφρεντο έχει ήδη εκτίσει ποινή δέκα ετών για αυτή την πράξη. Πως λοιπόν έφτασε στο 41 bis ΤΩΡΑ; Ποιο ήταν το ‘ανάλογο έγκλημα’ που το επέφερε; Η υπόθεση αυτή θέτει ερωτήματα που δε μπορεί να αποφύγει κανείς: Τελικά τιμωρούνται οι ιδέες ή οι πράξεις;

Σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο, τιμωρούνται οι πράξεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων σε επίπεδο απόπειρας.Στις ιδέες ωστόσο διατείνεται ότι ‘υπάρχει ελευθεριά’. Τι συμβαίνει όμως όταν είναι ακριβός οι ίδιες οι ΙΔΕΕΣ που θεωρούνται επικίνδυνες; Κι εάν τελικά δεν δύναται το πλαίσιο να τιμωρήσει ιδέες που δεν μεταφράζονται μεν σε πράξη, πως μπορεί να αποτρέψει τη διάπραξη εγκλημάτων που θα μπορούσαν -δυνητικά- να προκύψουν από αυτές τις ιδέες; Σε αυτό το προληπτικό επίπεδο έρχεται το καθεστώς 41 bis για να:- Αποτρέψει μια πλειάδα δράσεων αλληλεγγύης- Θίξει την αναρχική δομή και τον πιθανό ‘προσηλυτισμό’ μέσω της επικοινωνίας μέσα από τη φυλακή

Ο κίνδυνος λοιπόν έγκειται στο γεγονός ότι ο Cospito ‘ελεύθερος’ να εκφράσει τις ιδέες του από το κελί, ισοδυναμεί με διάπραξη εγκλημάτων από άλλους, εκτός της φυλακής. Αντιμετωπίζεται λοιπόν σαν να επρόκειτο για την ηγεσία μιας ανατρεπτικής ένωσης, ή να το θέσουμε ακόμα καλύτερα -δανειζόμενοι ένα σύστημα από τον κόσμο της μαφίας- λες κι ο Αλφρεντο ‘έκανε τα κουμάντα’ όντας επικεφαλής μέσα από τη φυλακή.

Η λογική αυτή φαίνεται να συνδέει άρρηχτα αυτούς τους δυο κόσμους (ποινικό- πολιτικό έγκλημα), παρότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ξένο στον αναρχισμό από την εντολη, την ιεραρχία, και την εξουσία.

Από την άλλη, είναι προφανές πως δεν πρόκειται για άγνοια της δυναμικής και διάρθρωσης του ‘αναρχικού γαλαξία’ -η οποία θα ήταν ασυγχώρητη με δεδομένη την μακροχρόνια παρακολούθηση του χώρου- αλλά για μια δημόσια δοκιμή, και για πρώτη φορά, μια τιμωρητική και παραδειγματική τεχνική ενάντια σε μια εξεγερμένη υποκειμενικότητα που δεν αποτελεί ακόμα αποδέκτη της.

Τι προβλέπεται λοιπόν για τον Αλφρεντο:Ισόβια κάθειρξη χωρίς κανενός είδους ’προνόμιο’ Δραστική μείωση των ωρών σε εξωτερικούς χώρους Παντελής έλλειψη κοινωνικοποίησης Συνεχής έλεγχος κι επαγρύπνηση σε Κάθε επικοινωνία Με άλλα λόγια – εν ζωή θάνατος

Εδώ λοιπόν βρισκόμαστε πλέον πέρα από την εκδίκηση που εκφράζει συνολικότερα ο θεσμός της φυλακής -που εκ προοιμίου θίγει το μεγαλύτερο αγαθό, αυτό της ίδιας της ελευθερίας-, και παρατηρούμε έκδηλα ένα πλεόνασμα σαδισμού: Να κάνουμε τους ανθρώπους να υποφέρουν διπλά, και να το απολαμβάνουμε κιόλας, ειδικά από τη στιγμή που αυτό το βασανιστήριο νοείται ως ΄δίκαιο’.

‘Μα ο Αλφρεντο υποστηρίζει τη βια!’

Ας προσπαθήσει λίγο κι ο ‘απλός κόσμος’ να είναι κατατι πιο εκλεπτυσμένος στις αντιλήψεις του, και να έχει επίγνωση πως μια τέτοια κουβέντα ποινικού λαϊκισμού κάνει τον όποιο διάλογο περίπλοκο, κι ότι κάθε φορά, πρέπει να ξεκινάμε από την αρχή, με την κατάργηση μιας σειράς υποθέσεων κοινής λογικής που δεν εμπίπτουν στο νομικό πολιτισμό. Ας το κάνουμε λοιπόν, ακόμα και με κόστος να ακουστεί στοιχειώδες…

Όταν διαπράττεται ένα έγκλημα, η παρουσία βίας -το γεγονός δηλαδή ότι μια χειρονομία γίνεται με χρίση βίας ή απειλής- μπορεί να υφίσταται, επομένως το έγκλημα τιμωρείται ως τέτοιο, ακριβός για αυτόν το λόγο. Επομένως όταν κάποιος λέει -πλευρίζοντας- ότι ένα συγκεκριμένο έγκλημα διεπράγει με βια, επιβεβαιώνει κάτι ταυτολογικό, αντί να λάβει υπόψιν του ότι δύναται να υφίσταται κι ένα άλλο -προτάσσον- κίνητρο: υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις που αν δεν υπήρχε το κίνητρο, το έγκλημα δε θα ήταν βίαιο.

Παρατηρούμε όμως πλέων όλο και πιο συχνά, ότι δε λαμβάνεται διόλου υπόψιν η ηθική ή κοινωνική αξία της πολιτικής δράσης/συμπεριφοράς -ακόμα κι εκείνης που εμπεριέχει ‘βια’, η οποία καθίσταται ως Αντίδραση στην ήδη υπάρχουσα έννομη βια-, γεγονός που κανονικά αναγνωρίζεται ως ελαφρυντική περίσταση από τον ποινικό κώδικα για να μετριαστεί η όποια ποινή. Επομένως, το να επιδείξουμε πώς και γιατί αυτό δε συμβαίνει πάντα, μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε το ζήτημα από μια άλλη οπτική γωνία.

Το πολιτικό έγκλημα είχε μεγαλύτερη εύνοια από το κοινό στις αρχές του 19ου και 20ου αιώνα. Έτσι, προέκυψε μια συζήτηση κι αναδιάρθρωση στο ποινικό δίκαιο, η οποία δεν ήταν διόλου ασήμαντη, αφού οι θεωρητικές και πρακτικές συνέπειες του αφορούσαν την καθημερινότητα.

Η προστασία του ‘πολίτικου δικαίου’ βασίστηκε στην ιδέα ότι η κυβερνητική παρέμβαση θα έπρεπε να περιοριστεί, κι οι εγγυήσεις κατά της κατάχρησις εξουσίας από τους ηγεμόνες θα έπρεπε να ανυψωθούν στην τάξη των Θεμελιωδών ελευθεριών. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η απαγόρευση της έκδοσης εγκληματία.

Το πρόβλημα του ορισμού του τι εστι πολίτικο έγκλημα, το οποίο βρισκόταν στο επίκεντρο των θεωριών ως το τέλος των δυο αυτών αιώνων, αντανακλά το πανάρχαιο ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ της υπεράσπισης της κοινωνικής τάξης, και της διασφάλισης θεμελιωδών ελευθεριών, ιδίως των πολίτικων εξ αυτών. Με την επισημοποίηση των πολιτικών ελευθεριών, το φιλελεύθερο κράτος ήθελε να ανυψώσει εαυτόν και να επιδείξει την ‘ανοχή του’ για να ξεχωρίσει από το ‘απαρχαιωμένο καθεστώς’, του οποίου τα βίαια και αυθαίρετα χαρακτηριστικά θεωρητικά ‘απέρριπτε’ αυτοβαυκαλιζόμενο.

Το έγκλημα λοιπόν που θεωρούνταν πολιτικό, απολάμβανε ορισμένες προστατευτικές δικλείδες νομικά: Για παράδειγμα, προβλεπόταν ότι για τα εγκλήματα κατά της ασφάλειας του κράτους, αρμόδιο ήταν το κακουργιοδικείο με τη βοήθεια λαϊκών ενόρκων, και συχνά, οι τελευταίοι είχαν την τάση να βλέπουν ευνοϊκά όσους κατηγορούνταν για πολιτικά εγκλήματα. Επιπλέον, ήταν συχνό φαινόμενο οι ένορκοι να αντιλαμβάνονται το εκφοβιστικό ύφος των κατηγόριων που ασκούνταν εις βάρους των πολιτικών αντιφρονούντων και την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, αν όχι την εξ ολοκλήρου αστυνομική κατασκευή της υπόθεσης, και ως εκ τούτου, τους αθώωναν. Επιπλέον, οι πολίτικοι παραβάτες δέχονταν συχνά αμνηστία. Όλα αυτό τα παράθυρα λοιπόν, άφηναν κάποιο χώρο σε αναρχικές πρωτοβουλίες, ή τιμωρούσαν με ‘λιγότερο παραδειγματικούς τρόπους’ εξεγέρσεις, ή ‘ανατρεπτικές απεργίες’, οι οποίες ήταν εξαιρετικά διαδεδομένες εκείνα τα χρόνια.

Για να ξεπεραστεί λοιπόν αυτή η ‘παρενέργεια’ της νομικής κάλυψης, το Δόγμα και η Νομολογία ανέλαβαν να βρουν λύσεις που να αποκλείουν ορισμένες δράσεις και συμπεριφορές που κρίνονταν ιδιαιτέρως επικίνδυνες για την υπ-αρχουσα τάξη, βγάζοντας τες από την κατηγορία των ‘πολίτικων’ εγκλημάτων. Και η σφυρηλάτηση αυτής της διάκρισης μεταξύ του κοινού/κοινωνικού εγκλήματος (το οποίο επιδεχόταν μεγαλύτερης τιμωρίας, στο οποίο αποδέκτες έγιναν κυρίως αναρχικοί), και του πολιτικού εγκλήματός (το οποίο είχε σαφέστατα μικρότερες ποινές, κι αποδέκτες έμειναν κυρίως σοσιαλιστές), θα αφορούσε πλέον τη μίτρα ολων των αναρχικων ενεργειων. Ταυτοχρονα, ηταν απαραιτητη η αναγκη ‘να διατηρηθει αρκετα ευρυ το πλεγμα του πολιτικου εγκληματος, ωστε να μη μειωθει υπερβολικα το πεδιο δρασης, το οποιο αποτελουσε επι της ουσιας το μεσο για την προασπιση των θεσμων’

Αξιζει να σημειωθει οτι η διακριση μεταξυ πολιτικου και κοινου ποινικου εγκληματος δεν εχει αποτελεσει υλικο μοναχα για τον φιλελευθερο προβληματισμο. Η θετικη σχολη σκεψης, με διαφορες αποψεις ανα συγγραφεα, εχει αφιερωσει πολλαπλα εργα στα εγκληματα αναρχικων -που συνηθως χαρακτηριζονται ως ‘κοινοι εγκληματιες’- και σοσιαλιστων, που σε γενικες γραμμες θεωρουνται πολιτικοι εγκληματιες. Και εκει ομως, -ανεξαρτητου κατηγοριοποησης- τα ‘κοινα’ ποινικα εγκληματα ‘θα επρεπε’ να τιμωρουνται βαρυτερα απο τα πολιτικα. Θα μπορουσαμε λοιπον να πουμε, εν συντομια, πως η βαση αυτης της σημαντικης εγγυησης εγκειται στην πεποιθηση οτι ο πολιτικος αντιφρονουντας αμφισβητει το κοινωνικο συμφωνο και την παρουσα μορφη διακυβερνησης, επιδεικνυοντας καθαυτον τον τροπο τη σχετικοτητα και το ενδεχομενο. Την πιθανοτητα και δυνατοτητα εξελιξης.

Μια τετοια συζητηση σημερα φαινεται να ειναι αδιανοητη. Ισως τα πραγματα να ηταν πιο σαφη εαν βρισκομασταν μετοχοι σε ενα ‘εχθρικο ποινικο δικαιο’, οπως υποστηριζουν καποιοι: αν βρισκομασταν μπροστα σε ενα νεο Γκουανταναμο, θα ειχαμε εναν ’sparring partner’ με ξεκαθαρη και διαυγως δηλωμενη την θηριωδια του. Οταν ομως, με βαση την αυστηρη τηρηση των κανονων του παιχνιδιου -που στην πραγματικοτητα δεν ειναι τιποτα αλλο απο το χρονικο των ‘κανονισμων εκτακτης αναγκης’ του 1986- σιγα σιγα, και χωρις να το καταλαβαινουμε, δεν μπορουμε πλεον να μιλαμε επικριτικα για τη φυλακη, ειμαστε ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΙ απο τη στιγμη που μιλαμε για καταργηση, απο τη στιγμη που δεν επιδιωκουμε εναλλακτικες εντος της (με λειτουργικοτητα που να ανταποκρινεται στις ιδιες της τις αναγκες), αλλα ΡΙΖΙΚΟ μετασχηματισμο των θεσμικων πρακτικων που εχουμε ‘πολιτογραφησει’ κ νομιμοποιησει’.

Εδω (και Τωρα) εχουμε να αντιμετωπισουμε κατι πιο λεπτης φυσεως, πιο υπογειο και αρρητο. Βρισκομαστε στο ‘πολιτικο’ ποινικο δικαιο που ειναι δικαιωμα στον αγωνα, και οχι στο ποινικο δικαιο ‘του εχθρου’. Βρισκομαστε εντος ενος απτου παραδειγματος που αν θα προσπαθουσαμε να ορισουμε καπως, θα λεγαμε οτι δεν ειναι μοναχα ενα ‘πολιτικο στοιχημα’, αλλα μια θεωρητικα ευρυτερη προσπαθεια, μια προσπαθεια πιστοτητας.Η επιτακτικη αναγκη για υπερασπιση της κοινωνιας, συνοδευεται απο την αντιθετη μερια -αυτη δηλαδη της κυβερνητικης διοικησεως- απο το καθηκον της Πιστης σε αυτη την επιταγη. Οι κανονες και οι τεχνικες τιμωριας που εξευγενιστηκαν τις τελευταιες δεκαετιες απο την αλλη, ειναι ακριβως αυτο το σημαδι της πιστης αφενος, και της υπερασπισης της κοινωνιας, αφετερου. Και οι δυο αυτες αρχες διεπουν -με εναν αναγκαστικα υπορρητο τροπο- την παρουσα ιστορια του πολιτικου ποινικου δικαιου.

Το ΓΕΓΟΝΟΣ οτι καποιος πεθαινει στη φυλακη -ακομα κι αν στο νομικο μας πολιτισμο φαινεται οτι θανατος και φυλακη αλληλοαποκλειονται- μας το μαρτυρα σημερα το σωμα του Alfredo Cospito.

Αυτη εδω η ‘νομιμη’ φυλακη, η οποια αντικαθιστα την θανατικη ποινη – ΕΔΩ, στην Ευρωπη, και οχι στις ΗΠΑ για παραδειγμα- ερχεται σε αντιθεση με την απεργια πεινας του αναρχικου κρατουμενου.

Αυτο που μας λεει το σωμα του ειναι οτι η φυλακη ειναι ξεκαθαρα μια θανατικη ποινη καθεαυτη οπως υφισταται, και επιπλεον, μπορουμε να προσθεσουμε κι ενα καθεστως απομονωσης και ριζικης εξοντωσης, που δεν εχει τιποτα ‘ανθρωπινο’ και ‘επανακοινωνικοποιητικο’ ουτε για τους παριες, ουτε για τους επαναστατες.

Ο μοναδικος χωρος ελευθεριας του ειναι το προσωπικο του habeas corpus: η ενσωματωση, η λιμοκτονια, και η παλη εναντια στη ΒΙΑ μιας τιμωρητικης εξουσιας. Η οποια μαλιστα, μας δειχνει οτι ειναι ΤΟΣΗ η βια που υφισταται, που μπορει να οδηγησει σε πληρη παραβιαση στοιχειωδων δικαιωματων μεσω της αναγκαστικης σιτισης. Μονο και μονο για να μην παρασχει ‘αιτια κι αποδειξη’ μεσω του σωματος ενος μαρτυρα.

‘Μα δεν υπαρχουν εναλλακτικες στη φυλακη! Που θα βαζουμε τους εγκληματιες, τους επικινδυνους, τους αποτροπαιους;’

Ακριβως επειδη δεν υπαρχει ενα λειτουργικο ισοδυναμο, ενα αξιο υποκαταστατο για να συζητησουμε ως κοινωνια, ετσι και εκει ανοιγει και η αβυσσος της αποθαρρυνσης.

Κι ειναι ισως αυτη η ιδια αποθαρρυνση που -σε αντιδιαστολη με την ‘κοινη κοινωνικη πρακτικη’- οδηγησε τον Αλφρεντο να ενεργησει μεμονωμενα και να πραξει προς εναν ριζικο μετασχηματισμο της μορφης της Ζωης μας ως εχει, ο οποιος -οπως προσωπικα αντιλαμβανομαι- δυναται να λειτουργησει μοναχα ως Κοινη Γραμμη.

Ως το γκρεμισμα της τελευταιας φυλακης με Λυσσα και Συνειδηση

Συντροφε Alfredo ειμαστε Μαζι σου

ΠΗΓΗ: Athens Indymedia