24/5/2021
Στις 14/4/2021 ‘‘έπεσε η αυλαία’’ για τα τέσσερα δικαστήρια που εκδίκαζαν την βομβιστική επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στην ΤτΕ, το παράρτημα της ΕΚΤ στην Ελλάδα, και το ΔΝΤ, ενέργεια που έγινε στις 10/4/2014.
Η απόφαση να καταδικαστώ σε 6 χρόνια για ‘‘απλή συνέργεια’’ στην έκρηξη και σε 3 μήνες για ‘‘κλοπή του αυτοκινήτου’’ που χρησιμοποιήθηκε στην ενέργεια, δείχνει την τεράστια αναντιστοιχία με την πρωτόδικη δικαστική απόφαση που μου επιβλήθηκε η οποία ήταν ισόβια και 26 χρόνια κάθειρξη. Μια αναντιστοιχία που δεν αφορά (μόνο) στις αλλαγές στον ποινικό κώδικα, αλλά αντανακλά την απόσταση που υπάρχει στην κρίση διαφορετικών δικαστηρίων πάνω στα ίδια ζητήματα, η οποία απόσταση κατά κύριο λόγο οφείλεται στις διαφορετικές προσεγγίσεις των υποθέσεων που δεν θα μπορούσαν να μην έχουν και πολιτικό υπόβαθρο. Η μανιώδης εκδικητική στάση των δύο πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που δίκασαν εμένα και τον σύντροφο Νίκο Μαζιώτη στην εσχάτη των ποινών για την ενέργεια αυτή του Επαναστατικού Αγώνα, δεν εξηγείται από την ύπαρξη του χουντικού νομικού απολιθώματος του άρθρου 270 του Ποινικού Κώδικα για την έκρηξη, το οποίο είχε τεθεί σε ισχύ το 1969 από τη χούντα των συνταγματαρχών για να επιβάλλει ποινές ισοβίων σε όποιους επέλεγαν τις βομβιστικές επιθέσεις ως αντίσταση ενάντια σε εκείνο το καθεστώς. Εξάλλου κανένα δικαστήριο μετά τη χούντα δεν είχε επιβάλλει την ποινή των ισοβίων για καμιά βομβιστική επίθεση και το α. 270 Π.Κ ήταν στην ουσία ανενεργό ως προς την εφαρμογή της ακραίας του εκδοχής. Μέχρι που δυο μόνο δικαστήρια επέβαλαν σε εμένα και τον Νίκο Μαζιώτη την ποινή των ισοβίων αξιοποιώντας στο έπακρο αυτό το χουντικό νομικό τερατούργημα για λόγους πολιτικής εκδίκησης. Γνωρίζοντας την ιστορία του νόμου αυτού, την είχαμε αναδείξει επανειλημμένα τόσο μέσα στα δικαστήρια όσο και με κείμενα που είχαμε δημοσιοποιήσει και μιλούσαμε για την αναγκαιότητα να αποσυρθεί. Το πώς ‘‘άντεξε’’ τόσα χρόνια, δεν αφορούσε σε αμέλεια των αναρίθμητων νομικών που είχαν ‘‘θητεύσει’’ στη νομοθετική εξουσία από το ’75 και μετά, αλλά σε συνειδητή πολιτική απόφαση, αρχικά λόγω της εκρηκτικής κοινωνικά ‘‘μεταπολιτευτικής’’ περιόδου, όπου εκδηλώνονταν πολλές και μαζικές κοινωνικές αντιδράσεις (εξεγέρσεις, άγριες απεργίες, βομβιστικές επιθέσεις κλπ). Όμως ποτέ δεν εφαρμόστηκε η ακραία του εκδοχή σε άλλες υποθέσεις μέσα στα σαράντα χρόνια από το τέλος της χούντας των συνταγματαρχών.
Στο δικαστήριο κατά τη δευτερολογία μου –μετά την πρόταση της εισαγγελέως– είπα ότι η εμμονικά εχθρική στάση των δικαστηρίων απέναντί μας συνδέεται με τις πολιτικές πιέσεις που ασκούνται πάνω στους δικαστές, οι οποίες δεν απαιτείται να είναι πάντα άμεσες, αλλά μπορεί να διαμορφώνονται μέσα σε ένα άκρως εκδικητικό πολιτικό περιβάλλον που δημιουργεί γύρω μας η εκτελεστική εξουσία και που σε συνδυασμό με την προσωπική πολιτική στάση των δικαστών αλλά και των προσωπικών τους φιλοδοξιών για επαγγελματική ανέλιξη, διαμορφώνουν τις συνθήκες για δίκες όπως αυτές που έγιναν σε πρώτο βαθμό για την ενέργεια αυτή του Επαναστατικού Αγώνα και που κατέληξαν να μας επιβάλλουν την ποινή των ισοβίων. Στους λόγους που η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία επέλεξαν τους επαγγελματίες δικαστές αντί για τους πολίτες των μικτών ορκωτών προκειμένου να δικάζουν τους δυναμικούς πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος, είχε αναφερθεί ο Ι. Μανωλεδάκης λέγοντας: ‘‘… οι δικαστές, υποκείμενοι σε ιεραρχική εξάρτηση και προσδοκώντας την επαγγελματική τους εξέλιξη μέσα σε ένα σώμα ιεραρχικά διαρθρωμένο, ενδέχεται να υποστούν πιέσεις προς την αντίθετη –την τιμωρητική– κατεύθυνση, κάτι που δεν ισχύει για τους λαϊκούς δικαστές. Όσο για την επαγγελματική σκλήρυνση των επαγγελματιών δικαστών που τους κάνει αυστηρότερους σε σχέση με τους λαϊκούς, αυτή κατά τη γνώμη μου, δεν αποτελεί προσόν, αλλά μειονέκτημα για την απονομή δικαιοσύνης’’. («Ασφάλεια και ελευθερία»)
(περισσότερα…)